μοιραστός

μοιραστός
-ή, -ό [μοιράζω]
1. αυτός που μπορεί να μοιραστεί
2. μοιρασμένος, διασκορπισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοιραστικός — μοιραστικός, ή, ό και μοιραστός, ή, ό 1. εκείνος που πρέπει να μοιραστεί, που ανήκει σε δύο ή περισσότερα άτομα. 2. παροιμ., «Το μοιραστικό γομάρι το τρώει ο λύκος», όταν ένα πράγμα το εκμεταλλεύονται πολλά άτομα, τα αποτελέσματα δεν είναι τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”